- αλογισιά
- η [αλόγιστος]έλλειψη λογικής, απερισκεψία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλόγιστος — η, ο (Α ἀλόγιστος, ον) αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος, αστόχαστος αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, αόριστος, ακαθόριστος 2. αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, φαύλος, ποταπός, τιποτένιος 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
Λειβαδίτης, Τάσος — (Αθήνα 1921 – 1988). Ποιητής. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1947 συνελήφθη για τα αριστερά του φρονήματα και την πολιτική του δράση και εκτοπίστηκε έως το 1951 στον Μούδρο, στη Μακρόνησο και στον Άγιο Ευστράτιο. Πρωτοεμφανίστηκε στη … Dictionary of Greek